-
1 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
2 доска
-и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.1. σανίδα•сосновая доска πεύκινη σανίδα•
дубовая доска δρύινη σανίδα.
2. πλάκα• πίνακας•медная доска χάλκινη πλάκα•
мраморная μαρμάρινη πλάκα•
грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•
классная доска ή μόνο•
доска ο (μαυρο)πίνακας•
шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•
доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•
чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•
от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•
как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•
наборная доска η τυπογραφική πλάκα.
-
3 колонна
колонна ж 1) η κολόνα, ο στύλος мраморная \колонна η μαρ μάρινη κολόνα 2) (строй,* * *ж1) η κολόνα, ο στύλοςмра́морная коло́нна — η μαρμάρινη κολόνα
2) (строй, шеренга) η φάλαγγα, η διάταξη -
4 доска
доск||аж1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο. -
5 плита